“Ο τουρισμός, είναι το αντίθετο της περιπλάνησης, του ταξιδιού. Είναι ένα θεαματικό, μαζικό καταναλωτικό προϊόν, μια βιαστική και τυποποιημένη σπατάλη του χρόνου που περισσεύει εκτός της εργασίας. Είναι το σκηνοθετημένο δρομολόγιο ανάμεσα σε επιμέρους σημεία ενός χώρου, όπου έχουν ήδη επιλεγεί και αναπαρασταθεί επακριβώς από το ταξιδιωτικό γραφείο, τον τουριστικό οδηγό, τις διαφημιστικές καμπάνιες, τις καρτ ποστάλ. Είναι η ψευδής αίσθηση ενός αληθινού βιώματος. Είναι οι διαδρομές σε ειδυλλιακά τοπία, κατεστραμμένα απ’ την ανάπλαση, τις ξενοδοχειακές μονάδες και τα beach bar. Είναι η ευκαιρία για τους απανταχού γκρικ λάβερς να επιβεβαιώσουν την ανωτερότητα της ελληνικής λεβεντιάς, του μεσογειακού ταπεραμέντου, της ηλιοκαμένης σέξυνες. Είναι τα βεβιασμένα χαμόγελα των σερβιτόρων, που αποκρύπτουν τις απλήρωτες υπερωρίες, την εκμετάλλευση, την κερδοφορία του κάθε δαιμόνιου νησιώτη επιχειρηματία. Είναι η λεπτή αυτή γραμμή που διαχωρίζει τους πολίτες που μετακινούνται ελεύθερα από τους Άλλους, τους παράνομους, τους λαθραίους, αυτούς που καλό θα ‘ταν να κάτσουν στα αυγά τους. Είναι η ιστορία κατακερματισμένη, εξευγενισμένη και συμπυκνωμένη σε μεγαλοπρεπή μνημεία, θρυμματισμένα αγγεία και αγάλματα ηρώων. Είναι η φημισμένη τοπική φιλοξενία μιας φριχτά ρατσιστικής, ξενοφοβικής, πατριαρχικής και μισογύνικης κοινωνίας που μεταμφιέζεται για τρεις μήνες σε φιλικούς, ανοιχτόκαρδους ντόπιους που πίνουν ούζο και χορεύουν συρτάκι στα πανηγύρια. Είναι όλα όσα μισήσαμε σε τούτο τον τόπο, σε συσκευασία δώρου.
Σουαρέ Νουάρ, Ιούλης του 2017″
Οι Postcards των Σουαρέ Νουάρ, τυπώθηκαν (με ελληνικό & αγγλικό κείμενο) τον Ιούλιο του 2017, με στόχο να κυκλοφορήσουν ύπουλα στα ελληνικά νησία, να “ξεχαστούν τυχαία” σε γραφικές ταβέρνες και δωμάτια ξενοδοχείων, να τρυπώσουν ανάμεσα στις κανονικές postcards και λοιπά κιτς σουβενίρ σε μαγαζάκια με τουριστικά είδη, να τις παρασύρει ο άνεμος σε παραδιπλανές σκηνές, να κρυφτούν μέσα σε ταξιδιωτικά σακίδια
να μείνουν ως μια υπενθύμιση σε όλους μας, πως ακόμη κι αυτό το τρίμηνο των “ειδυλλιακών διακοπών”, θα υπάρχουν πάντοτε κάποιες και κάποιοι που περισσεύουν.