Αλληλεγγύη στις εξεγερμένες κοινότητες Ρομα, σκατά στους μπαλαμούς και το κράτος τους

Φθινόπωρο του ’20.

Σύσσωμο το έθνος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την «δίκη της χρυσής αυγής» , και χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε την αξία του αποτελέσματος στους άμεσα εμπλεκόμενους ή την διάχυτη αίσθηση ανακούφισης που προκάλεσε σε πολλές από εμάς, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι η δημιουργία αυτού του ευκαιριακού «αντιφασιστικού μετώπου» αποκρύπτει την θεμελιώδη σύνδεση του ελληνικού κράτους και κοινωνίας με τον ρατσισμό, την ισλαμοφοβία, τον αντισημιτισμό, και τον αντιτσιγγανισμό.

Την ώρα που ο ελληνικός φασισμός δείχνει να αφήνει την τελευταία του πνοή λοιπόν, συντελείται η δολοφονία του Χρήστου Καραχάλιου, ενός δεκαοχτάχρονου Ρομά, από έλληνα νοικοκυραίο στην Μεσσήνη Πελοποννήσου.

Ακολούθησαν εξεγέρσεις των Ρομά σε πολλές περιοχές της ελληνικής επικρατείας, η έκταση των οποίων από διάφορα ειδησεογραφικά αποδόθηκε σκόπιμα στην διαρροή fake news, σύμφωνα με τα οποία ο 63χρονος δολοφόνος αφέθηκε ελεύθερος. Περιττό να πούμε ότι για εμάς, μικρή σημασία έχει η εγκυρότητα αυτής της είδησης. Αφενός γιατί με βάση την μικρή μας εμπειρία από την σχέση της ελληνικής δικαιοσύνης με τους Ρομά, θα μπορούσε να είναι κάλλιστα αυθεντική. Αφετέρου επειδή αναγνωρίζουμε ως αιτία του παραπάνω ξεσηκωμού όχι την δολοφονία ως μεμονωμένο γεγονός, αλλά μια αντίδραση στον διάχυτο αντιτσιγγανισμό του ελληνικού κράτους και κοινωνίας.

Δεν ξεχνάμε πως τα λεπτά όρια ανάμεσα στα στερεότυπα για τους «γύφτους που κλέβουν τα πάντα, από καλώδια του ΟΣΕ έως και παιδιά» και τα πογκρόμ των επιτροπών κατοίκων  (σε αγαστή πάντα συνεργασία με τους μπάτσους και τις τοπικές αρχές) μπορούν εύκολα να προσπελαστούν σε ένα ούτως ή άλλως εύφορο σε αντιτσιγγανισμό ελληνικό περιβάλλον.

Δεν ξεχνάμε επίσης, τόσο το φιάσκο με τα 326 αρνητικά τεστ στον καταυλισμό της Ξάνθης όσο και τον πλήρη αποκλεισμό του καταυλισμού της Λάρισας, δυο μονάχα απ’ τα παραδείγματα στα οποία, εν μέσω πανδημίας, το δίπολο «αφομοίωση και εξελληνισμός» ή «απομόνωση, καταστολή και παρανομοποίηση» που χρησιμοποιεί κατά κόρον το ελληνικό κράτος απέναντι στους Ρομά μετατοπίστηκε ξεκάθαρα προς τον ένα πόλο.

Με βάση τα παραπάνω, δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση ότι οι Ρομά εξεγέρθηκαν, αλλά η κινηματική σιωπή γύρω από το ζήτημα, πόσο μάλλον μια περίοδο τέτοιου διάχυτου «αντιφασισμού». Πιθανότατα, οι εξεγερμένοι Ρομά δεν χωράνε στις περισσότερες απ’ τις δημοφιλείς αντιφασιστικές αφηγήσεις. Μια τέτοια προσέγγιση θα αποδείκνυε κάτι ασύμφορο: πως η λατρεμένη τους «πατρίδα» έχει χτιστεί πάνω στην καταπίεση και την εξόντωση μειονοτήτων που χαρακτηρίστηκαν και εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται οι εσωτερικοί «άλλοι», πως ο αγαπημένος τους «λαός» είναι στην πλειοψηφία του ένας ρατσιστικός όχλος, πάντα πρόθυμος να εκμεταλλευτεί ή να εξοντώσει αυτούς τους «άλλους»,  και πάνω απ’ όλα, πως ο φασισμός ήταν, είναι και θα είναι συστατικό στοιχείο του ελληνικού κράτους.