αντι – εθνική συγκέντρωση

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ *

*και όταν λέμε Μακεδονία, εννοούμε ακριβώς εκείνο το μικρό κρατίδιο λίγο πάνω απ’ τη Φλώρινα και τα γραφικά της χωριά. Ένα κρατίδιο για του οποίου την επονομασία δε μας πέφτει καθόλου λόγος, μιας και αμφιβάλλουμε για το κατά πόσο τα εθνικά συμφέροντα εντός ή εκτός συνόρων μπορεί να ταυτίζονται με τα δικά μας.

Σε κάποιους άλλους όμως, φαίνεται να πέφτει λόγος. Και πολύς μάλιστα.

Στο ελληνικό κράτος, ας πούμε, πέφτει λόγος, από τη στιγμή που απειλούνται ορισμένα εκ των συστατικών στοιχείων που αποτελούν την πεμπτουσία του εθνικού μας μύθου. Ενός μύθου ο οποίος γεννήθηκε επιτακτικά και από το μηδέν μαζί με τη δημιουργία του ελληνικού έθνους – κράτους κάπου στα μέσα του 19ου, χτίστηκε σταδιακά σε βάθος δύο αιώνων και νομιμοποιήθηκε απόλυτα από όλους τους μηχανισμούς που μπόρεσε να επιστρατεύσει το εν λόγω έθνος. Από την εκκλησία και την άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν εκπαίδευση. Από την καταστολή των τοπικών ιδιωμάτων και την βίαιη εθνοκάθαρση ολόκληρων περιοχών. Από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις καλλιτεχνικές περσόνες που τελειοποίησαν την εθνική μας προπαγάνδα. Και φυσικά, από την εθνική ιστοριογραφία, η οποία ασκώντας το μονοπώλιο παραγωγής γνώσης και αλήθειας έρχεται να επιβεβαιώσει αυτά που ήδη γνωρίζαμε: το ένδοξο παρελθόν των ελλήνων, το καθαρό τους αίμα, την ομοιογένεια του ελληνικού έθνους, το αίσθημα του συνανήκειν, την ορθόδοξη πίστη και τα λοιπά κλισέ.

Στο ντόπιο κεφάλαιο, επίσης πέφτει λόγος. Από τη μια, γιατί τα τριγύρω κρατίδια οφείλουν να θυμούνται τη θέση τους στη ζούγκλα που ονομάζουμε βαλκάνια, ώστε οι ελληνικές μπίζνες να κερδοφορούν ανενόχλητες μπαινοβγαίνοντας από κράτος σε κράτος, σε αναζήτηση του φτηνότερου εργατικού δυναμικού ή του πιο προσοδοφόρου ντιλ. Απ’ την άλλη – εντός των συνόρων αυτή τη φορά – σε μια τέτοια περίοδο κρίσης και αναδιάρθρωσης η αναβίωση των πατριωτικών ενστίκτων και η επακόλουθη εθνική συσπείρωση αποτελούν έναν πρώτης τάξεως αντιπερισπασμό. Έναν αντιπερισπασμό που δημιουργεί μερικούς εξαιρετικά βολικούς εσωτερικούς ή εξωτερικούς εχθρούς, απέναντι στους οποίους οφείλουμε λέει να συσπειρωθούμε αφεντικά και εργαζόμενες, παραμερίζοντας τις όποιες μεταξύ μας διαφορές, αφού στην τελική «όλοι έλληνες είμαστε ρε παιδιά».

Στους αγανακτισμένους πατριώτες και τους έλληνες λεβέντες, μαντέψτε: πάλι πέφτει λόγος! Και δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στα τέκνα της Χρυσής Αυγής και τους εκάστοτε ακροδεξιούς παρατρεχάμενούς τους, που δεν χάνουν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την επικαιρότητα προκειμένου να προτάξουν τις εθνικιστικές τους μπούρδες. Μιλάμε για τον κάθε Έλληνα που ξεχειλίζει από εθνική περηφάνια. Γι’ αυτόν που πανηγύρισε ξέφρενα τη νίκη στη γιουροβίζιον, τη γειτόνισσα που δάκρυσε από συγκίνηση όταν «πήραμε το γιούρο», για όσους και όσες ανατρίχιασαν στη θέα και μόνο της ολυμπιακής φλόγας πίσω στην «πατρίδα» της. Μιλάμε για όλους τους παραπάνω κι ακόμη περισσότερους, που στα χρόνια που ακολούθησαν, συμμετείχαν στα πογκρόμ του 2004. Για όσους συγκάλυψαν απροκάλυπτα το βιασμό μετανάστριας στην Αμάρυνθο. Για όσους ναύλωναν πουλμανάκια για μονοήμερες διακοπές στα καζίνο και τα μπουρδέλα των Βαλκανιών. Και για όσους κοιμούνται καλύτερα τα βράδια, γνωρίζοντας ότι οι μετανάστες και οι μετανάστριες βρίσκονται μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και έξω από το οπτικό τους πεδίο.

Στην ελληνική κοινωνία, το κράτος και το ντόπιο κεφάλαιο λοιπόν, δηλώνουμε ότι οι εθνικές τους φαντασιώσεις, είναι ο δικός μας εθρός.

 

Σουαρέ Νουάρ, Γενάρης του 2018, Θεσσαλονίκη