Ας είμαστε ειλικρινείς: Τι μάθαμε εμείς μέσα από την κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφία για τον Αλέξανδρο τον Γ’ (γνωστός στα πέριξ και ως ο «Μέγας»); Ο Αλέξανδρος λοιπόν «διέδωσε τα φώτα του ελληνικού πολιτισμού ως τα βάθη της Ασίας», «εκπολίτισε τους βαρβάρους» και «απελευθέρωσε τους Έλληνες». Αυτά τα όμορφα πάνω κάτω είναι και τα στοιχεία που μπορεί να αντλήσει κάποιος από τα σχολικά εγχειρίδια ή τους official σύγχρονους ιστορικούς.
Όποια και όποιος, όμως, ρίξει μια ματιά στις ίδιες τις αρχαίες πηγές, διαπιστώνει πως ο Αλέξανδρος ήταν παράλληλα υπεύθυνος για μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες, μαζικές σφαγές αμάχων της αρχαιότητας. Πως δολοφονούσε άκριτα φίλους, συγγενείς και συμπολεμιστές, ζώντας μονίμως με τον φόβο της προδοσίας. Πως ήταν τόσο μεγαλομανής, που απαιτούσε να τον αντιμετωπίζουν σαν βασιλιά και υιό των θεών. Και πως κατέλυσε την αυτονομία και τους δημοκρατικούς θεσμούς των τότε πόλεων-κρατών, επιβάλλοντας μια απόλυτη μοναρχία.
Ας αφήσουμε όμως στην άκρη όλα τούτα τα ιστορικά παραδείγματα. Η ιστορία άλλωστε, δεν ήταν ποτέ «αντικειμενική» και η ανάγνωση της αποτελεί ζήτημα επιλογής: κάποιος θα επιλέξει να στρέψει το βλέμμα του προς την Πέλλα και να δει έναν «ευφυή στρατηλάτη», κάποιος άλλος προς την Περσέπολη και να αντικρίσει τον μεγαλύτερο σφαγέα της ανατολής.
Κι εκείνοι που θαυμάζουν τον Αλέξανδρο άλλωστε, δεν έχουν κοινά κίνητρα. Κάποιοι, βλέπουν έναν «ελληνικό πολιτισμό» που περιβάλλεται από κινδύνους και εχθρούς και που έχει ανάγκη «εκπολιτιστές» σαν τον Αλέξανδρο για να διαφυλάξουν την ακεραιότητα του και να μοιράσουν «γενναιόδωρα» τα φώτα του. Κάποιοι άλλοι, πιο ειλικρινείς ίσως, θαυμάζουν στο πρόσωπο του Αλέξανδρου ακριβώς αυτή την φιλοδοξία και την σκληρότητα που τον έκανε κυρίαρχο του τότε κόσμου – καθώς και οι ίδιοι ίσως ζούνε με την ονείρωξη μιας «μεγάλης ελλάδας» που θα χτιστεί πάνω στα πτώματα των εχθρών της.
Ένας λαός κατασκευάζει τους ήρωες του, κατασκευάζοντας ταυτόχρονα και το παρελθόν που θεωρεί πως του αξίζει. Έτσι άλλωστε δομείται η εθνική μας υπερηφάνεια: με χρυσές σελίδες, με ήρωες, με βολικούς μύθους. Και είναι αυτό το ένδοξο παρελθόν που θα νομιμοποιήσει στην θεσσαλονίκη του σήμερα το αίσθημα υπεροχής που οφείλουμε να νιώθουμε, ως έλληνες και ελληνίδες απόγονοι του Αλεξάνδρου απέναντι στους εκάστοτε «εχθρούς του έθνους». Και είναι αυτή η λατρεία προς έναν κατακτητή της αρχαιότητας, που φυσικοποιεί και νομιμοποιεί το μέγεθος της βίας που θα ασκήσουμε απέναντι τους.
Τα αγάλματα του Αλέξανδρου, κοιτάζουν πάντοτε προς την ανατολή – τότε προς τους Πέρσες, τώρα προς τους «προκλητικούς τούρκους», τους «φανατικούς μουσουλμάνους» ή τους «απολίτιστους μετανάστες». Κοιτάνε πάντοτε προς την ανατολή, στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα: εδώ, δεν είναι απλώς ένα «λίκνο πολιτισμού», εδώ είναι ένας τόπος σφαγέων. Εδώ, τους γόρδιους δεσμούς μας, τους λύνουμε με το ξίφος.
Την Τετάρτη 5 Σεπτέμβρη λοιπόν, λίγες μόλις ημέρες πριν από ακόμη ένα «συλλαλητήριο για την μακεδονία», επιλέξαμε να πραγματοποιήσουμε μια μικρή αισθητική παρέμβαση στο άγαλμα του μεγαλέκου, δίνοντας του μια πιο ταιριαστή κατ’ εμάς ονομασία: «Αλέξανδρος ο μέγας σφαγεύς». Η κίνηση μας δεν έχει σκοπό την αποκατάσταση μιας κάποιας «ιστορικής αλήθειας», αλλά την υπενθύμιση σε όσες και όσους συμμετέχουν στις πατριωτικές αυτές μαζώξεις κάτω από τον ίσκιο του αγάλματος, πως το λαμπρό παρελθόν, βρίσκεται εδώ, προετοιμάζοντας ύπουλα τα εγκλήματα του μέλλοντος.
Υ.Γ. Όσο για εκείνους που επιδεικτικά αγνόησαν το παραπάνω πλαίσιο συζήτησης και στάθηκαν μονάχα στην «φθορά ενός πολιτιστικού μνημείου», θα απαντήσουμε με μια φράση του που μας θύμισε ένας σύντροφος, μετά το πέρας της δράσης.
«Η βεβήλωση του αβεβήλωτου είναι το πολιτικό καθήκον της γενιάς που έρχεται».
G. Agamben
Σουαρέ Νουάρ, Φθινόπωρο του 2018